- φίλαρχος
- -η, -ο / φίλαρχος, -ον, ΝΜΑαυτός που κατέχεται από πάθος για εξουσία, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο την αρχή, την εξουσίααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαρχονη φιλαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλαρχος — fond of rule masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαρχος — η, ο αυτός που επιθυμεί ζωηρά να εξουσιάζει, να κατέχει την εξουσία, ο αρχομανής: Οι δικτάτορες είναι φίλαρχοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλαρχον — φίλαρχος fond of rule masc/fem acc sg φίλαρχος fond of rule neut nom/voc/acc sg φιλάρχων loving the rulers masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαρχοτάτους — φίλαρχος fond of rule masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάρχου — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάρχους — φίλαρχος fond of rule masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάρχων — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut gen pl φιλάρχων loving the rulers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάρχῳ — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαρχοι — φίλαρχος fond of rule masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαρχώ — έω, Α [φίλαρχος] είμαι φίλαρχος («διαφθειρομένου δὲ τοῡ δήμου ταῑς δωροδοκίαις ὑπὸ τῶν φιλαρχούντων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek